- δυσκολία
- δυσκολίᾱ , δυσκολίαdiscontentfem nom/voc/acc dualδυσκολίᾱ , δυσκολίαdiscontentfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσκολία — και δυσκολιά, η (AM δυσκολία) 1. δυστροπία, παραξενιά 2. δυσχέρεια («δυσκολίες τής ζωής») 3. εμπόδιο, κώλυμα («πάει στα κάστρα χωρίς νά βρη δυσκολία», Σολωμ.) νεοελλ. βάσανο, στενοχώρια («τσ δυσκολιές μου σήκωνε», Ερωφ.) … Dictionary of Greek
δυσκολίᾳ — δυσκολίαι , δυσκολία discontent fem nom/voc pl δυσκολίᾱͅ , δυσκολία discontent fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολία — η δυσχέρεια, εμπόδιο: Η ζωή της ήταν γεμάτη δυσκολίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσκολίας — δυσκολίᾱς , δυσκολία discontent fem acc pl δυσκολίᾱς , δυσκολία discontent fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολίαι — δυσκολία discontent fem nom/voc pl δυσκολίᾱͅ , δυσκολία discontent fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολίαν — δυσκολίᾱν , δυσκολία discontent fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολιῶν — δυσκολία discontent fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολίαις — δυσκολία discontent fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορία — Θεά των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της φτώχειας. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Άνδρου, όταν o Θεμιστοκλής τους απείλησε ότι θα κατέστρεφε το νησί τους αν δεν του έδιναν χρήματα, του απάντησαν ότι λάτρευαν δύο θεότητες, την Πενία… … Dictionary of Greek
δυσλεξία — Είδος μαθησιακής δυσκολίας, που εμφανίζεται με δυσχέρεια στην ανάγνωση και στην κατανόηση γραπτών κειμένων, στη γραπτή έκφραση και στη γραφή, καθώς και στα μαθηματικά. Η δ. δεν συνεπάγεται διαταραχή στην εκφορά του λόγου, γι’ αυτό και συχνά δεν… … Dictionary of Greek